- ναεύω
- νᾱεύω, ([etym.] ναός)A take sanctuary in a temple, Leg.Gort.1.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ναεύω — (Α) [ναός] καταφεύγω σε ναό … Dictionary of Greek
ναεύειν — ναεύω take sanctuary in a temple pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek